Το οδοιπορικό της αλαζονείας


Ήταν Ιούλιος του 2008 μόλις ξεκίνησα να δουλεύω το μαγαζί. Όλα έμοιαζαν βγαλμένα από παραμύθι , τα ράφια ήταν γεμάτα εμπορεύματα, οι πελάτες σχημάτιζαν ουρές κι εγώ δεν προλάβαινα να εκτελώ παραγγελίες. Σύντομα κατάφερα να καλύπτω τα πάγια έξοδα του μαγαζιού, το δάνειο που είχα πάρει πριν ξεκινήσω αλλά και να κρατώ χρήματα στην άκρη.
Δεν άργησα να γνωριστώ και με τους γείτονες, οι περισσότεροι άλλωστε ήταν πελάτες σταθεροί. Για παράδειγμα ο κύριος Κωνσταντίνος, πολιτικός μηχανικός, έμενε ένα τετράγωνο πιο πάνω. Με επισκεπτόταν κάθε δυο μέρες για να πάρει τον αγαπημένο του καπνό και σπίρτα. Και  η Ελένη από τους σταθερούς  μου πελάτες, την έβλεπα 2-3 φορές την εβδομάδα για να πάρει τα Davidoff που λάτρευε. Ο Σάκης πέρναγε σχεδόν κάθε μέρα από το μαγαζί, ένα πακέτο βαριά τσιγάρα και ένας αναπτήρας ήταν η παραγγελιά του.  Από τους γνώριμους και ο Βαγγέλης, καθόταν ένα στενό πιο πάνω και κάθε δυο μέρες ο δρόμος τον έβγαζε από το μαγαζί για δυο πακέτα Marlboro. Το ένα το κάπνιζε εκεί, όσο μου μίλαγε για τον Ολυμπιακό. Ο Γιώργος, ο Δημήτρης, η Βασιλική και ο Στέλιος, όλοι πέρναγαν από το μικρό εκείνο μαγαζάκι για να πάρουν καπνό ή τσιγάρα και να αφήσουν χαμόγελα μα κυρίως χρήματα.
Κυλούσαν όλα όμορφα, μέχρι που εμφανίστηκε αυτός ο βρομιάρης και κατασκήνωσε έξω από την βιτρίνα μου. Ήταν Δεκέμβριος του 12 όταν ένα χαρτόκουτο μαζί με ένα υφασμάτινο κουβάρι από κουρέλια και κουβέρτες στήθηκαν στο πεζοδρόμιο λίγα μέτρα πιο κάτω από το μαγαζί. Από εκείνο το βράδυ  ένας άντρας, περιθωριακός και βρόμικος, γύρω στα 55, κοιμόταν εκεί. Πιστεύω πως ήταν μπλεγμένος, πολύ πιθανό να έκανε και χρήση ναρκωτικών, πως αλλιώς θα κατέληξε να κοιμάται σε ένα χάρτινο κουτί σκεπασμένος με παλιές κουβέρτες. Ο παππούς μου μου έλεγε, «όπως στρώσεις θα κοιμηθείς», κι αυτός σίγουρα έστρωσε με κουρέλια.
Η αλήθεια είναι ότι δεν με συγκινούσε το παρελθόν του, αυτός ο τύπος αφού κατέστρεψε την δική του ζωή μάλλον βάλθηκε να κάνει κακό και στους άλλους. Από την μέρα που φύτρωσε στο πεζοδρόμιο μου, η δουλειά πήρε την κάτω βόλτα. Ο κύριος Κωνσταντίνος έπαψε να έρχεται τόσο συχνά. Πλέον τον έβλεπα μια φορά την εβδομάδα, ενώ η Ελένη πέταξε τα Davidoff και άρχισε να καπνίζει τσιγάρα φθηνά. Ο Σάκης αποφάσισε να κόψει το κάπνισμα και ο Βαγγέλης είχε καιρό να μου πει για τον Ολυμπιακό…
Τα πράγματα δεν σταμάτησαν ποτέ να χειροτερεύουν από την μέρα που εμφανίστηκε ο άστεγος στην γειτονιά. Κι εγώ ήμουν σίγουρος πως φταίει αυτός αφού μέσα σε λίγους μήνες το παραμύθι μετατράπηκε σε εφιάλτη. Πλέον, με στοίχειωναν τα ουρλιαχτά του τηλεφώνου που χτύπαγε μανιασμένα για ανεξόφλητα δάνεια και λογαριασμούς. Ο καιρός πέρναγε κι εγώ βυθιζόμουν κάθε μέρα και σε νέα χρέη.
Είχα μήνες να δω την Ελένη, τον Σάκη και τον Βαγγέλη όταν άκουσα την πόρτα του μαγαζιού να ανοίγει. Σηκώθηκα από την καρέκλα σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, μάζεψα όση ενέργεια μου είχε απομείνει και φόρεσα ένα ψεύτικο χαμόγελο για να εξυπηρετήσω τον πελάτη που μόλις μπήκε. Τότε την έκπληξη διαδέχτηκε η απορία και την απορία οργή, το βλέμμα και η σκέψη μου θόλωσαν, «τι θες εσύ εδώ;» φώναξα με τρεμάμενη φωνή, «ένα τσιγάρο θα ήθελα φίλε;» μου αποκρίθηκε εκείνος, «δεν έχω τίποτα για σένα εδώ, πάρε δρόμο», είπα κουνώντας με μανία τα χέρια. Αυτός γύρισε και ευτυχώς, έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Μα πως είχε το θράσος να μπει στο μαγαζί μου, αυτός που ευθύνεται για όλα μου τα προβλήματα!
Από την ένταση δεν είχα κουράγιο να κάτσω κι άλλο, έσβησα τα φώτα, κατέβασα τα ρολά κι έφυγα. Κι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που τα κατέβαζα...
Ήταν 3 Φεβρουαρίου, ένα πρωινό μουντό και υγρό όταν βρήκα θυροκολλημένη στην πόρτα του μαγαζιού την έξωση. Χρώσταγα έξι ενοίκια, μα δεν πίστευα πως ο κύριος Νικός θα με πετάξει στον δρόμο. Γονάτισα έξω από την σφραγισμένη είσοδο του μαγαζιού ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια. Κοίταζα μέσα, στα σκονισμένα ράφια, εκεί που κάποτε φύλαξα τα όνειρα μου, όλα φαίνονταν να βουλιάζουν μέσα στις αράδες της θυροκολλημένης επιστολής.
Γύρισα κι έκατσα στο πεζούλι του μαγαζιού ανήμπορος να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Τότε, φάνηκε από μακρυά η παρηγοριά να σιγοκαίει στην κάφτρα ενός τσιγάρου. Ήθελα απεγνωσμένα δυο τζούρες, μα τι ειρωνεία, τα τσιγάρα μου ήταν και αυτά κλειδωμένα μέσα στο μαγαζί.
Είδα το ίχνος της κάφτρας να μεγαλώνει, να με πλησιάζει, να σταματά ακριβώς μπροστά στα μάτια μου…. κάποιος με λυπήθηκε, ένιωσε τον πόνο μου, σκέφτηκα. Πήρα το τσιγάρο και γεμάτος ευγνωμοσύνη έστρεψα το βλέμμα μου προς τα πάνω.... ήταν ο βρομιάρης.

* Εργασία στο πλαίσιο της Δράσης "Εξειδικευμένα Εκπαιδευτικά Προγράμματα για Απόφοιτους Ανώτατης Εκπαίδευσης"

Σχόλια