Μήπως δεν μας φταίει για όλα η ριμάδα η κρίση;


Όπως μαρτυρούν οι αριθμοί, η Ελλάδα διέρχεται της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης της σύγχρονης ιστορίας της. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ συνεχίζεται για έξι συναπτά έτη, με τις επιπτώσεις να είναι δραματικές τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία.
Φταίει για όλα όμως η κρίση; Μήπως αυτή, σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησε σαν άλλοθι, σαν μια εύσχημη δικαιολογία για να κουκουλώσουμε τις αδυναμίες μας;
Είμαι στην «πιάτσα» τα τελευταία επτά χρόνια, από τότε που η ύφεση ξεκίνησε να μας κουνά το δάχτυλο, αλλά τα απόνερα του μεγάλου πάρτι αρκούσαν για να τροφοδοτήσουν την οικονομία.
Όλο αυτό το διάστημα βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή της μάχης, αρχικά μέσω μεγάλων και ιδιαίτερα γνωστών εκδοτικών επιχειρήσεων και πλέον από το τιμόνι του κορυφαίου ελληνικού portal για το φορτηγό, το TRucking.gr.  Αυτά τα χρόνια είχα την τύχη να δω την αγορά και τους ανθρώπους που την στελεχώνουν σε διαφορετικές εκφάνσεις τους, να μαζέψω εμπειρίες οι οποίες συγκεράστηκαν με κάποια πρόσφατα γεγονότα για να με οδηγήσουν σε τούτες εδώ τις γραμμές. Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένος.
Η ελληνική επιχείρηση, είτε αυτή είναι μια μικρή οικονομική οντότητα είτε μέλος ενός διεθνικού ομίλου, φημίζεται για τις παθογένειες της. Ο Έλληνας είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως στέλεχος πολυεθνικής εκπλήσσει με τον αναλφαβητισμό του. Σε αυτήν την μικρή, και πλέον φτωχή, ευρωπαϊκή επαρχία που λέγεται Ελλάδα, έννοιες όπως αυτή του marketing δημιουργούν αποστροφή αν δεν είναι παντελώς άγνωστες.
Αξίζει να αναφέρω πως η ιδεολογία του marketing διακρίνεται από τέσσερις φάσεις,
  1. Να μάθουμε τι εστί marketing
  2. Να πιστέψουμε σε αυτό
  3. Να το εφαρμόσουμε
  4. Να το εφαρμόσουμε με επιτυχία
Βάσει σχετικών ερευνών, η ελληνική επιχείρηση είναι κολλημένη εδώ και αρκετές δεκαετίες μεταξύ της πρώτης και της δεύτερη φάσης. Και αυτός, είναι ένας από τους λόγους που την καταδίκασαν σε έναν ορίζοντα χαμηλών προσδοκιών.
Ο σύγχρονος Έλληνας επιχειρηματίας γαλουχήθηκε σε με περίοδο που το χρήμα έρεε άφθονο. Εκπαιδεύτηκε να επωφεληθεί τα μέγιστα την εποχή των παχιών αγελάδων αδιαφορώντας για την διαχρονικότητα των δραστηριοτήτων του. Ήξερε πως αν το πρωί βγάλει τον κουβά από το παράθυρο, το μεσημέρι (μετά το καφεδάκι του στο Da Capo) θα τον έβρισκε γεμάτο με ζεστό χρήμα. Φούσκωνε το πορτοφόλι του χωρίς να ιδρώνει, αγόραζε Πόρσε (κάποτε είχα ακούσει πως στην Ελλάδα οι Πόρσε κατά αναλογία ήταν περισσότερες από αυτές που κυκλοφορούσαν στην Αγγλία) και οργάνωνε ταξιδάκια αναψυχής ανά την Ευρώπη. Πως αλλιώς άλλωστε θα έπειθε τον εαυτό του πως ανήκει στην ευρωπαϊκή ελίτ. Εν τω μεταξύ, και όσο αυτός ζούσε μέσα στην φούσκα μιας πεπερασμένης ευημερίας, στο γραφείο η όμορφη γραμματέας του απαντούσε στα τηλέφωνα ακολουθώντας άκριτα την λίστα τον πέντε ονομάτων που είχε μπροστά της.
Το καλό της ιστορίας είναι πως ο ήλιος έλαμπε για όλους. Για τουλάχιστον μια δεκαετία, από το 1998 μέχρι και το 2008 είχαν όλοι δικαίωμα να βουτήξουν το δάχτυλο (φυσικά μερικοί και όλο το χέρι) στο μέλι. Το χρήμα ξοδευόταν αλόγιστα, οι Εσκιμώοι αγόραζαν ψυγεία, οι μουσουλμάνοι εκκλησίες και κάπως έτσι ζούσαμε όλοι το όνειρο σε μια σύγχρονη γη της επαγγελίας.
Τα χρόνια όμως πέρασαν, τον ήλιο κάλυψαν μαύρα σύννεφα, ο κουβάς σταμάτησε να γεμίζει, ο καφές στο Da Capo «ακρίβυνε», οι Πόρσε αποδείχθηκε ασύμφορη, ο Εσκιμώος και ο Μουσουλμάνος στέρεψαν, ενώ παράλληλα απέκτησαν κρίση.
Η όμορφη γραμματέας όμως συνέχισε να απαντά μόνο στα πέντε ονόματα της λίστας…

ΥΓ1. Θα ήταν άδικο να βάλουμε στον ίδιο κουβά όλες τις επιχειρήσεις. Υπήρχαν και συνεχίζουν να λειτουργούν στην Ελλάδα επιχειρήσεις με υποδειγματικές δομές, δυστυχώς όμως αυτές αποτελούν μειονότητα.
ΥΓ2. Το θέμα είναι πολυσύνθετο, θα μας δοθεί η δυνατότητα να αναφερθούμε στα επόμενα άρθρα σε συγκεκριμένα παραδείγματα (βγαλμένα από την επταετή εμπειρία μου) που σκιαγραφούν με τον καλύτερο τρόπο τον απαίδευτο Έλληνα που είτε δραστηριοποιείται ως στέλεχος είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας. Μέχρι τότε ας προσπαθήσουμε να παραμερίσουμε την απαισιοδοξία και ας κάνουμε λίγο…marketing…


Σχόλια